Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κενταυρομαχία
κενταυροπληθής
Κένταυρος
Κενταυροφόνος
κεντέω
κέντημα
κεντηναρία
κεντηνάριον
κεντηνάριος
κέντησις
κεντητήριον
κεντητής
κεντητικός
κεντητός
Κεντόριπα
κεντορίων
κεντρήεις
κεντρηνεκής
κεντριάδαι
κεντρίζω
κεντρικός
View word page
κεντητήριον
pricker, awl
ShortDef
pricker, awl
Debugging
Headword:
κεντητήριον
Headword (normalized):
κεντητήριον
Headword (normalized/stripped):
κεντητηριον
IDX:
47826
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47827
Key:
Data
{'content': 'pricker, awl'}