Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κενταυροκτόνος
κενταυρομαχία
κενταυροπληθής
Κένταυρος
Κενταυροφόνος
κεντέω
κέντημα
κεντηναρία
κεντηνάριον
κεντηνάριος
κέντησις
κεντητήριον
κεντητής
κεντητικός
κεντητός
Κεντόριπα
κεντορίων
κεντρήεις
κεντρηνεκής
κεντριάδαι
κεντρίζω
View word page
κέντησις
pricking

ShortDef

pricking

Debugging

Headword:
κέντησις
Headword (normalized):
κέντησις
Headword (normalized/stripped):
κεντησις
IDX:
47825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47826
Key:

Data

{'content': 'pricking'}