Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Κενταύρειος
Κενταυρίδης
Κενταυρικός
κενταυρίς
κενταυροκτόνος
κενταυρομαχία
κενταυροπληθής
Κένταυρος
Κενταυροφόνος
κεντέω
κέντημα
κεντηναρία
κεντηνάριον
κεντηνάριος
κέντησις
κεντητήριον
κεντητής
κεντητικός
κεντητός
Κεντόριπα
κεντορίων
View word page
κέντημα
point
ShortDef
point
Debugging
Headword:
κέντημα
Headword (normalized):
κέντημα
Headword (normalized/stripped):
κεντημα
IDX:
47821
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47822
Key:
Data
{'content': 'point'}