Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κενταύρειον
Κενταύρειος
Κενταυρίδης
Κενταυρικός
κενταυρίς
κενταυροκτόνος
κενταυρομαχία
κενταυροπληθής
Κένταυρος
Κενταυροφόνος
κεντέω
κέντημα
κεντηναρία
κεντηνάριον
κεντηνάριος
κέντησις
κεντητήριον
κεντητής
κεντητικός
κεντητός
Κεντόριπα
View word page
κεντέω
to prick, goad, spur on

ShortDef

to prick, goad, spur on

Debugging

Headword:
κεντέω
Headword (normalized):
κεντέω
Headword (normalized/stripped):
κεντεω
IDX:
47820
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47821
Key:

Data

{'content': 'to prick, goad, spur on'}