Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κενοσπουδία
κενόσπουδος
κενοταφέω
κενοτάφιον
κενότης
κενοφροσύνη
κενόφρων
κενοφωνέω
κενοφωνία
κενόω
κενταύρειον
Κενταύρειος
Κενταυρίδης
Κενταυρικός
κενταυρίς
κενταυροκτόνος
κενταυρομαχία
κενταυροπληθής
Κένταυρος
Κενταυροφόνος
κεντέω
View word page
κενταύρειον
centaury, Centaurea salonitana
ShortDef
centaury, Centaurea salonitana
Debugging
Headword:
κενταύρειον
Headword (normalized):
κενταύρειον
Headword (normalized/stripped):
κενταυρειον
IDX:
47810
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47811
Key:
Data
{'content': 'centaury, Centaurea salonitana'}