Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κενοσπουδέω
κενοσπουδία
κενόσπουδος
κενοταφέω
κενοτάφιον
κενότης
κενοφροσύνη
κενόφρων
κενοφωνέω
κενοφωνία
κενόω
κενταύρειον
Κενταύρειος
Κενταυρίδης
Κενταυρικός
κενταυρίς
κενταυροκτόνος
κενταυρομαχία
κενταυροπληθής
Κένταυρος
Κενταυροφόνος
View word page
κενόω
to empty out, drain
ShortDef
to empty out, drain
Debugging
Headword:
κενόω
Headword (normalized):
κενόω
Headword (normalized/stripped):
κενοω
IDX:
47809
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47810
Key:
Data
{'content': 'to empty out, drain'}