Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμπελοτέμνω
ἀμπελοτόμον
ἀμπελοτρόφος
ἀμπελουργεῖον
ἀμπελουργέω
ἀμπελούργημα
ἀμπελουργία
ἀμπελουργικός
ἀμπελουργός
ἀμπελοφάγος
ἀμπελοφόρος
ἀμπελοφύλαξ
ἀμπελόφυλλον
ἀμπελόφυτος
ἀμπελοφύτωρ
ἀμπελώδης
ἀμπελών
ἀμπέτιξ
ἀμπεχόνη
ἀμπέχω
ἀμπίπλημι
View word page
ἀμπελοφόρος
bearing vines

ShortDef

bearing vines

Debugging

Headword:
ἀμπελοφόρος
Headword (normalized):
ἀμπελοφόρος
Headword (normalized/stripped):
αμπελοφορος
IDX:
4780
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4781
Key:

Data

{'content': 'bearing vines'}