Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κενός
κενόσαρκος
κενοσπουδέω
κενοσπουδία
κενόσπουδος
κενοταφέω
κενοτάφιον
κενότης
κενοφροσύνη
κενόφρων
κενοφωνέω
κενοφωνία
κενόω
κενταύρειον
Κενταύρειος
Κενταυρίδης
Κενταυρικός
κενταυρίς
κενταυροκτόνος
κενταυρομαχία
κενταυροπληθής
View word page
κενοφωνέω
speakidly
ShortDef
speakidly
Debugging
Headword:
κενοφωνέω
Headword (normalized):
κενοφωνέω
Headword (normalized/stripped):
κενοφωνεω
IDX:
47807
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47808
Key:
Data
{'content': 'speakidly'}