Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμπελοστατέω
ἀμπελοτέμνω
ἀμπελοτόμον
ἀμπελοτρόφος
ἀμπελουργεῖον
ἀμπελουργέω
ἀμπελούργημα
ἀμπελουργία
ἀμπελουργικός
ἀμπελουργός
ἀμπελοφάγος
ἀμπελοφόρος
ἀμπελοφύλαξ
ἀμπελόφυλλον
ἀμπελόφυτος
ἀμπελοφύτωρ
ἀμπελώδης
ἀμπελών
ἀμπέτιξ
ἀμπεχόνη
ἀμπέχω
View word page
ἀμπελοφάγος
eating
ShortDef
eating
Debugging
Headword:
ἀμπελοφάγος
Headword (normalized):
ἀμπελοφάγος
Headword (normalized/stripped):
αμπελοφαγος
IDX:
4779
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4780
Key:
Data
{'content': 'eating'}