Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κενοκοπέω
κενολογέω
κενολογία
κενολόγος
κενοπάθεια
κενοπαθέω
κενοπάθημα
κενοπονέω
κενόπρησις
κενός
κενόσαρκος
κενοσπουδέω
κενοσπουδία
κενόσπουδος
κενοταφέω
κενοτάφιον
κενότης
κενοφροσύνη
κενόφρων
κενοφωνέω
κενοφωνία
View word page
κενόσαρκος
destitute of flesh, meagre

ShortDef

destitute of flesh, meagre

Debugging

Headword:
κενόσαρκος
Headword (normalized):
κενόσαρκος
Headword (normalized/stripped):
κενοσαρκος
IDX:
47798
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47799
Key:

Data

{'content': 'destitute of flesh, meagre'}