Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κενοδοξία
κενόδοξος
κενοδρομέω
κενοκοπέω
κενολογέω
κενολογία
κενολόγος
κενοπάθεια
κενοπαθέω
κενοπάθημα
κενοπονέω
κενόπρησις
κενός
κενόσαρκος
κενοσπουδέω
κενοσπουδία
κενόσπουδος
κενοταφέω
κενοτάφιον
κενότης
κενοφροσύνη
View word page
κενοπονέω
toil in vain
ShortDef
toil in vain
Debugging
Headword:
κενοπονέω
Headword (normalized):
κενοπονέω
Headword (normalized/stripped):
κενοπονεω
IDX:
47795
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47796
Key:
Data
{'content': 'toil in vain'}