Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κενοδοντίς
κενοδοξέω
κενοδοξία
κενόδοξος
κενοδρομέω
κενοκοπέω
κενολογέω
κενολογία
κενολόγος
κενοπάθεια
κενοπαθέω
κενοπάθημα
κενοπονέω
κενόπρησις
κενός
κενόσαρκος
κενοσπουδέω
κενοσπουδία
κενόσπουδος
κενοταφέω
κενοτάφιον
View word page
κενοπαθέω
have unreal sensations

ShortDef

have unreal sensations

Debugging

Headword:
κενοπαθέω
Headword (normalized):
κενοπαθέω
Headword (normalized/stripped):
κενοπαθεω
IDX:
47793
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47794
Key:

Data

{'content': 'have unreal sensations'}