Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κενήριον
κενογάμιον
κενοδοντίς
κενοδοξέω
κενοδοξία
κενόδοξος
κενοδρομέω
κενοκοπέω
κενολογέω
κενολογία
κενολόγος
κενοπάθεια
κενοπαθέω
κενοπάθημα
κενοπονέω
κενόπρησις
κενός
κενόσαρκος
κενοσπουδέω
κενοσπουδία
κενόσπουδος
View word page
κενολόγος
talking emptily, prating

ShortDef

talking emptily, prating

Debugging

Headword:
κενολόγος
Headword (normalized):
κενολόγος
Headword (normalized/stripped):
κενολογος
IDX:
47791
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47792
Key:

Data

{'content': 'talking emptily, prating'}