Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κενεών
κενήριον
κενογάμιον
κενοδοντίς
κενοδοξέω
κενοδοξία
κενόδοξος
κενοδρομέω
κενοκοπέω
κενολογέω
κενολογία
κενολόγος
κενοπάθεια
κενοπαθέω
κενοπάθημα
κενοπονέω
κενόπρησις
κενός
κενόσαρκος
κενοσπουδέω
κενοσπουδία
View word page
κενολογία
empty, idle talk

ShortDef

empty, idle talk

Debugging

Headword:
κενολογία
Headword (normalized):
κενολογία
Headword (normalized/stripped):
κενολογια
IDX:
47790
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47791
Key:

Data

{'content': 'empty, idle talk'}