Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κενεότης
κενεοφροσύνη
κενεόφρων
κενεών
κενήριον
κενογάμιον
κενοδοντίς
κενοδοξέω
κενοδοξία
κενόδοξος
κενοδρομέω
κενοκοπέω
κενολογέω
κενολογία
κενολόγος
κενοπάθεια
κενοπαθέω
κενοπάθημα
κενοπονέω
κενόπρησις
κενός
View word page
κενοδρομέω
to be without attendant planets, 'void of course

ShortDef

to be without attendant planets, 'void of course

Debugging

Headword:
κενοδρομέω
Headword (normalized):
κενοδρομέω
Headword (normalized/stripped):
κενοδρομεω
IDX:
47787
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47788
Key:

Data

{'content': "to be without attendant planets, 'void of course"}