Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμπελόκλημα
ἀμπελομιξία
ἀμπελόπρασον
ἄμπελος
ἀμπελοστατέω
ἀμπελοτέμνω
ἀμπελοτόμον
ἀμπελοτρόφος
ἀμπελουργεῖον
ἀμπελουργέω
ἀμπελούργημα
ἀμπελουργία
ἀμπελουργικός
ἀμπελουργός
ἀμπελοφάγος
ἀμπελοφόρος
ἀμπελοφύλαξ
ἀμπελόφυλλον
ἀμπελόφυτος
ἀμπελοφύτωρ
ἀμπελώδης
View word page
ἀμπελούργημα
vine-dresser's work

ShortDef

vine-dresser's work

Debugging

Headword:
ἀμπελούργημα
Headword (normalized):
ἀμπελούργημα
Headword (normalized/stripped):
αμπελουργημα
IDX:
4775
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4776
Key:

Data

{'content': "vine-dresser's work"}