Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμπελόεις
ἀμπελόκλημα
ἀμπελομιξία
ἀμπελόπρασον
ἄμπελος
ἀμπελοστατέω
ἀμπελοτέμνω
ἀμπελοτόμον
ἀμπελοτρόφος
ἀμπελουργεῖον
ἀμπελουργέω
ἀμπελούργημα
ἀμπελουργία
ἀμπελουργικός
ἀμπελουργός
ἀμπελοφάγος
ἀμπελοφόρος
ἀμπελοφύλαξ
ἀμπελόφυλλον
ἀμπελόφυτος
ἀμπελοφύτωρ
View word page
ἀμπελουργέω
to dress vines
ShortDef
to dress vines
Debugging
Headword:
ἀμπελουργέω
Headword (normalized):
ἀμπελουργέω
Headword (normalized/stripped):
αμπελουργεω
IDX:
4774
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4775
Key:
Data
{'content': 'to dress vines'}