Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κελήτιον
κέλλα
κελλαρικά
κελλαρικόν
κελλάριον
κελλάριος
κελλίβας
κελλικάριος
κελλίον
κέλλω
κέλομαι
Κελτίβηρες
Κελτικός
Κελτιστί
Κελτολίγυες
Κελτός
Κελτοσκύθαι
κελυφανώδης
κελυφοκομῖον
κέλυφος
κέλωρ
View word page
κέλομαι
to urge on, exhort, command

ShortDef

to urge on, exhort, command

Debugging

Headword:
κέλομαι
Headword (normalized):
κέλομαι
Headword (normalized/stripped):
κελομαι
IDX:
47747
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47748
Key:

Data

{'content': 'to urge on, exhort, command'}