Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κελεφος
κέλης
κελητίζω
κελήτιον
κέλλα
κελλαρικά
κελλαρικόν
κελλάριον
κελλάριος
κελλίβας
κελλικάριος
κελλίον
κέλλω
κέλομαι
Κελτίβηρες
Κελτικός
Κελτιστί
Κελτολίγυες
Κελτός
Κελτοσκύθαι
κελυφανώδης
View word page
κελλικάριος
cellarman, butler

ShortDef

cellarman, butler

Debugging

Headword:
κελλικάριος
Headword (normalized):
κελλικάριος
Headword (normalized/stripped):
κελλικαριος
IDX:
47744
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47745
Key:

Data

{'content': 'cellarman, butler'}