Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κελευτιάω
κελεύω
κελεφος
κέλης
κελητίζω
κελήτιον
κέλλα
κελλαρικά
κελλαρικόν
κελλάριον
κελλάριος
κελλίβας
κελλικάριος
κελλίον
κέλλω
κέλομαι
Κελτίβηρες
Κελτικός
Κελτιστί
Κελτολίγυες
Κελτός
View word page
κελλάριος
cellarman

ShortDef

cellarman

Debugging

Headword:
κελλάριος
Headword (normalized):
κελλάριος
Headword (normalized/stripped):
κελλαριος
IDX:
47742
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47743
Key:

Data

{'content': 'cellarman'}