Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμπελόδεσμος
ἀμπελόεις
ἀμπελόκλημα
ἀμπελομιξία
ἀμπελόπρασον
ἄμπελος
ἀμπελοστατέω
ἀμπελοτέμνω
ἀμπελοτόμον
ἀμπελοτρόφος
ἀμπελουργεῖον
ἀμπελουργέω
ἀμπελούργημα
ἀμπελουργία
ἀμπελουργικός
ἀμπελουργός
ἀμπελοφάγος
ἀμπελοφόρος
ἀμπελοφύλαξ
ἀμπελόφυλλον
ἀμπελόφυτος
View word page
ἀμπελουργεῖον
vineyard

ShortDef

vineyard

Debugging

Headword:
ἀμπελουργεῖον
Headword (normalized):
ἀμπελουργεῖον
Headword (normalized/stripped):
αμπελουργειον
IDX:
4773
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4774
Key:

Data

{'content': 'vineyard'}