Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κέλευσις
κέλευσμα
κελευσματικῶς
κελευσμός
κελευσμοσύνη
κελευστέον
κελευστής
κελευστικός
κελευστός
κελεύστωρ
κελευτιάω
κελεύω
κελεφος
κέλης
κελητίζω
κελήτιον
κέλλα
κελλαρικά
κελλαρικόν
κελλάριον
κελλάριος
View word page
κελευτιάω
continually urging on

ShortDef

continually urging on

Debugging

Headword:
κελευτιάω
Headword (normalized):
κελευτιάω
Headword (normalized/stripped):
κελευτιαω
IDX:
47732
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47733
Key:

Data

{'content': 'continually urging on'}