Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κελευθοποιός
κελευθοπόρος
κέλευθος
κέλευσις
κέλευσμα
κελευσματικῶς
κελευσμός
κελευσμοσύνη
κελευστέον
κελευστής
κελευστικός
κελευστός
κελεύστωρ
κελευτιάω
κελεύω
κελεφος
κέλης
κελητίζω
κελήτιον
κέλλα
κελλαρικά
View word page
κελευστικός
hortatory
ShortDef
hortatory
Debugging
Headword:
κελευστικός
Headword (normalized):
κελευστικός
Headword (normalized/stripped):
κελευστικος
IDX:
47729
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47730
Key:
Data
{'content': 'hortatory'}