Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κελεός
κελεύθειος
κελευθήτης
κελευθοποιός
κελευθοπόρος
κέλευθος
κέλευσις
κέλευσμα
κελευσματικῶς
κελευσμός
κελευσμοσύνη
κελευστέον
κελευστής
κελευστικός
κελευστός
κελεύστωρ
κελευτιάω
κελεύω
κελεφος
κέλης
κελητίζω
View word page
κελευσμοσύνη
order, command

ShortDef

order, command

Debugging

Headword:
κελευσμοσύνη
Headword (normalized):
κελευσμοσύνη
Headword (normalized/stripped):
κελευσμοσυνη
IDX:
47726
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47727
Key:

Data

{'content': 'order, command'}