Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κελεός
κελεός
κελεύθειος
κελευθήτης
κελευθοποιός
κελευθοπόρος
κέλευθος
κέλευσις
κέλευσμα
κελευσματικῶς
κελευσμός
κελευσμοσύνη
κελευστέον
κελευστής
κελευστικός
κελευστός
κελεύστωρ
κελευτιάω
κελεύω
κελεφος
κέλης
View word page
κελευσμός
an order, command

ShortDef

an order, command

Debugging

Headword:
κελευσμός
Headword (normalized):
κελευσμός
Headword (normalized/stripped):
κελευσμος
IDX:
47725
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47726
Key:

Data

{'content': 'an order, command'}