Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κελέοντες
Κελεός
κελεός
κελεύθειος
κελευθήτης
κελευθοποιός
κελευθοπόρος
κέλευθος
κέλευσις
κέλευσμα
κελευσματικῶς
κελευσμός
κελευσμοσύνη
κελευστέον
κελευστής
κελευστικός
κελευστός
κελεύστωρ
κελευτιάω
κελεύω
κελεφος
View word page
κελευσματικῶς
by way of command

ShortDef

by way of command

Debugging

Headword:
κελευσματικῶς
Headword (normalized):
κελευσματικῶς
Headword (normalized/stripped):
κελευσματικως
IDX:
47724
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47725
Key:

Data

{'content': 'by way of command'}