Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κελέβη
κελεβρά
κελέοντες
Κελεός
κελεός
κελεύθειος
κελευθήτης
κελευθοποιός
κελευθοπόρος
κέλευθος
κέλευσις
κέλευσμα
κελευσματικῶς
κελευσμός
κελευσμοσύνη
κελευστέον
κελευστής
κελευστικός
κελευστός
κελεύστωρ
κελευτιάω
View word page
κέλευσις
command
ShortDef
command
Debugging
Headword:
κέλευσις
Headword (normalized):
κέλευσις
Headword (normalized/stripped):
κελευσις
IDX:
47722
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47723
Key:
Data
{'content': 'command'}