Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κελεαί
κελέβη
κελεβρά
κελέοντες
Κελεός
κελεός
κελεύθειος
κελευθήτης
κελευθοποιός
κελευθοπόρος
κέλευθος
κέλευσις
κέλευσμα
κελευσματικῶς
κελευσμός
κελευσμοσύνη
κελευστέον
κελευστής
κελευστικός
κελευστός
κελεύστωρ
View word page
κέλευθος
a road, way, path, track

ShortDef

a road, way, path, track

Debugging

Headword:
κέλευθος
Headword (normalized):
κέλευθος
Headword (normalized/stripped):
κελευθος
IDX:
47721
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47722
Key:

Data

{'content': 'a road, way, path, track'}