Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κελαρύζω
κελάρυξις
Κελεαί
κελέβη
κελεβρά
κελέοντες
Κελεός
κελεός
κελεύθειος
κελευθήτης
κελευθοποιός
κελευθοπόρος
κέλευθος
κέλευσις
κέλευσμα
κελευσματικῶς
κελευσμός
κελευσμοσύνη
κελευστέον
κελευστής
κελευστικός
View word page
κελευθοποιός
road-making
ShortDef
road-making
Debugging
Headword:
κελευθοποιός
Headword (normalized):
κελευθοποιός
Headword (normalized/stripped):
κελευθοποιος
IDX:
47719
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47720
Key:
Data
{'content': 'road-making'}