Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμπελίων
ἀμπελογενής
ἀμπελόδεσμος
ἀμπελόεις
ἀμπελόκλημα
ἀμπελομιξία
ἀμπελόπρασον
ἄμπελος
ἀμπελοστατέω
ἀμπελοτέμνω
ἀμπελοτόμον
ἀμπελοτρόφος
ἀμπελουργεῖον
ἀμπελουργέω
ἀμπελούργημα
ἀμπελουργία
ἀμπελουργικός
ἀμπελουργός
ἀμπελοφάγος
ἀμπελοφόρος
ἀμπελοφύλαξ
View word page
ἀμπελοτόμον
pruning-hook for vines

ShortDef

pruning-hook for vines

Debugging

Headword:
ἀμπελοτόμον
Headword (normalized):
ἀμπελοτόμον
Headword (normalized/stripped):
αμπελοτομον
IDX:
4771
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4772
Key:

Data

{'content': 'pruning-hook for vines'}