Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κελαινοφαής
κελαινόφρων
κελαινόχρως
Κελαινώ
κελαινώπας
κελαινῶπις
κελαινώψ
κελαρύζω
κελάρυξις
Κελεαί
κελέβη
κελεβρά
κελέοντες
Κελεός
κελεός
κελεύθειος
κελευθήτης
κελευθοποιός
κελευθοπόρος
κέλευθος
κέλευσις
View word page
κελέβη
a cup, jar, pan
ShortDef
a cup, jar, pan
Debugging
Headword:
κελέβη
Headword (normalized):
κελέβη
Headword (normalized/stripped):
κελεβη
IDX:
47712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47713
Key:
Data
{'content': 'a cup, jar, pan'}