Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κελαινόλωτα
κελαινόομαι
κελαινόρρινος
κελαινός
κελαινοφαής
κελαινόφρων
κελαινόχρως
Κελαινώ
κελαινώπας
κελαινῶπις
κελαινώψ
κελαρύζω
κελάρυξις
Κελεαί
κελέβη
κελεβρά
κελέοντες
Κελεός
κελεός
κελεύθειος
κελευθήτης
View word page
κελαινώψ
black-faced, swarthy, gloomy

ShortDef

black-faced, swarthy, gloomy

Debugging

Headword:
κελαινώψ
Headword (normalized):
κελαινώψ
Headword (normalized/stripped):
κελαινωψ
IDX:
47708
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47709
Key:

Data

{'content': 'black-faced, swarthy, gloomy'}