Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμπελιτικός
ἀμπελῖτις
ἀμπελίων
ἀμπελογενής
ἀμπελόδεσμος
ἀμπελόεις
ἀμπελόκλημα
ἀμπελομιξία
ἀμπελόπρασον
ἄμπελος
ἀμπελοστατέω
ἀμπελοτέμνω
ἀμπελοτόμον
ἀμπελοτρόφος
ἀμπελουργεῖον
ἀμπελουργέω
ἀμπελούργημα
ἀμπελουργία
ἀμπελουργικός
ἀμπελουργός
ἀμπελοφάγος
View word page
ἀμπελοστατέω
plant vines
ShortDef
plant vines
Debugging
Headword:
ἀμπελοστατέω
Headword (normalized):
ἀμπελοστατέω
Headword (normalized/stripped):
αμπελοστατεω
IDX:
4769
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4770
Key:
Data
{'content': 'plant vines'}