Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κελαδοδρόμος
κέλαδος
κελάδω
Κελάδων
κελάδων
Κελαιναί
κελαινεγχής
κελαινεφής
κελαινιάω
κελαινόβρωτος
κελαινόλωτα
κελαινόομαι
κελαινόρρινος
κελαινός
κελαινοφαής
κελαινόφρων
κελαινόχρως
Κελαινώ
κελαινώπας
κελαινῶπις
κελαινώψ
View word page
κελαινόλωτα
with dark skin

ShortDef

with dark skin

Debugging

Headword:
κελαινόλωτα
Headword (normalized):
κελαινόλωτα
Headword (normalized/stripped):
κελαινολωτα
IDX:
47698
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47699
Key:

Data

{'content': 'with dark skin'}