Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κελάδημα
κελαδῆτις
κελαδοδρόμος
κέλαδος
κελάδω
Κελάδων
κελάδων
Κελαιναί
κελαινεγχής
κελαινεφής
κελαινιάω
κελαινόβρωτος
κελαινόλωτα
κελαινόομαι
κελαινόρρινος
κελαινός
κελαινοφαής
κελαινόφρων
κελαινόχρως
Κελαινώ
κελαινώπας
View word page
κελαινιάω
to be black

ShortDef

to be black

Debugging

Headword:
κελαινιάω
Headword (normalized):
κελαινιάω
Headword (normalized/stripped):
κελαινιαω
IDX:
47696
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47697
Key:

Data

{'content': 'to be black'}