Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμπελίς
ἀμπελιτικός
ἀμπελῖτις
ἀμπελίων
ἀμπελογενής
ἀμπελόδεσμος
ἀμπελόεις
ἀμπελόκλημα
ἀμπελομιξία
ἀμπελόπρασον
ἄμπελος
ἀμπελοστατέω
ἀμπελοτέμνω
ἀμπελοτόμον
ἀμπελοτρόφος
ἀμπελουργεῖον
ἀμπελουργέω
ἀμπελούργημα
ἀμπελουργία
ἀμπελουργικός
ἀμπελουργός
View word page
ἄμπελος
vine

ShortDef

vine

Debugging

Headword:
ἄμπελος
Headword (normalized):
ἄμπελος
Headword (normalized/stripped):
αμπελος
IDX:
4768
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4769
Key:

Data

{'content': 'vine'}