Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κεκροτημένως
Κέκροψ
κεκρυμμένως
Κεκρυφάλεια
κεκρυφαλοπλόκος
κεκρύφαλος
κελαδεινός
κελαδεννός
κελαδέω
κελάδημα
κελαδῆτις
κελαδοδρόμος
κέλαδος
κελάδω
Κελάδων
κελάδων
Κελαιναί
κελαινεγχής
κελαινεφής
κελαινιάω
κελαινόβρωτος
View word page
κελαδῆτις
loud-sounding

ShortDef

loud-sounding

Debugging

Headword:
κελαδῆτις
Headword (normalized):
κελαδῆτις
Headword (normalized/stripped):
κελαδητις
IDX:
47687
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47688
Key:

Data

{'content': 'loud-sounding'}