Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κεκράκτης
κεκραμένως
κεκραξιδάμας
κεκρατημένως
κεκριμένως
κεκροτημένως
Κέκροψ
κεκρυμμένως
Κεκρυφάλεια
κεκρυφαλοπλόκος
κεκρύφαλος
κελαδεινός
κελαδεννός
κελαδέω
κελάδημα
κελαδῆτις
κελαδοδρόμος
κέλαδος
κελάδω
Κελάδων
κελάδων
View word page
κεκρύφαλος
a woman's head-dress of net

ShortDef

a woman's head-dress of net

Debugging

Headword:
κεκρύφαλος
Headword (normalized):
κεκρύφαλος
Headword (normalized/stripped):
κεκρυφαλος
IDX:
47682
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47683
Key:

Data

{'content': "a woman's head-dress of net"}