Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κέκραγμα
κεκραγμός
κεκράκτης
κεκραμένως
κεκραξιδάμας
κεκρατημένως
κεκριμένως
κεκροτημένως
Κέκροψ
κεκρυμμένως
Κεκρυφάλεια
κεκρυφαλοπλόκος
κεκρύφαλος
κελαδεινός
κελαδεννός
κελαδέω
κελάδημα
κελαδῆτις
κελαδοδρόμος
κέλαδος
κελάδω
View word page
Κεκρυφάλεια
Cecryphaleia
ShortDef
Cecryphaleia
Debugging
Headword:
Κεκρυφάλεια
Headword (normalized):
κεκρυφάλεια
Headword (normalized/stripped):
κεκρυφαλεια
IDX:
47680
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47681
Key:
Data
{'content': 'Cecryphaleia'}