Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμπέλιον
ἀμπελίς
ἀμπελιτικός
ἀμπελῖτις
ἀμπελίων
ἀμπελογενής
ἀμπελόδεσμος
ἀμπελόεις
ἀμπελόκλημα
ἀμπελομιξία
ἀμπελόπρασον
ἄμπελος
ἀμπελοστατέω
ἀμπελοτέμνω
ἀμπελοτόμον
ἀμπελοτρόφος
ἀμπελουργεῖον
ἀμπελουργέω
ἀμπελούργημα
ἀμπελουργία
ἀμπελουργικός
View word page
ἀμπελόπρασον
wild leek, Allium Ampeloprasum

ShortDef

wild leek, Allium Ampeloprasum

Debugging

Headword:
ἀμπελόπρασον
Headword (normalized):
ἀμπελόπρασον
Headword (normalized/stripped):
αμπελοπρασον
IDX:
4767
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4768
Key:

Data

{'content': 'wild leek, Allium Ampeloprasum'}