Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κεκορεσμένως
κεκοσμημένως
κέκραγμα
κεκραγμός
κεκράκτης
κεκραμένως
κεκραξιδάμας
κεκρατημένως
κεκριμένως
κεκροτημένως
Κέκροψ
κεκρυμμένως
Κεκρυφάλεια
κεκρυφαλοπλόκος
κεκρύφαλος
κελαδεινός
κελαδεννός
κελαδέω
κελάδημα
κελαδῆτις
κελαδοδρόμος
View word page
Κέκροψ
Cecropian, Athenian

ShortDef

Cecropian, Athenian

Debugging

Headword:
Κέκροψ
Headword (normalized):
κέκροψ
Headword (normalized/stripped):
κεκροψ
IDX:
47678
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47679
Key:

Data

{'content': 'Cecropian, Athenian'}