Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κεκολασμένως
κεκορεσμένως
κεκοσμημένως
κέκραγμα
κεκραγμός
κεκράκτης
κεκραμένως
κεκραξιδάμας
κεκρατημένως
κεκριμένως
κεκροτημένως
Κέκροψ
κεκρυμμένως
Κεκρυφάλεια
κεκρυφαλοπλόκος
κεκρύφαλος
κελαδεινός
κελαδεννός
κελαδέω
κελάδημα
κελαδῆτις
View word page
κεκροτημένως
elaborately
ShortDef
elaborately
Debugging
Headword:
κεκροτημένως
Headword (normalized):
κεκροτημένως
Headword (normalized/stripped):
κεκροτημενως
IDX:
47677
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47678
Key:
Data
{'content': 'elaborately'}