Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κεκμηκότως
κεκολασμένως
κεκορεσμένως
κεκοσμημένως
κέκραγμα
κεκραγμός
κεκράκτης
κεκραμένως
κεκραξιδάμας
κεκρατημένως
κεκριμένως
κεκροτημένως
Κέκροψ
κεκρυμμένως
Κεκρυφάλεια
κεκρυφαλοπλόκος
κεκρύφαλος
κελαδεινός
κελαδεννός
κελαδέω
κελάδημα
View word page
κεκριμένως
judiciously, discreetly

ShortDef

judiciously, discreetly

Debugging

Headword:
κεκριμένως
Headword (normalized):
κεκριμένως
Headword (normalized/stripped):
κεκριμενως
IDX:
47676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47677
Key:

Data

{'content': 'judiciously, discreetly'}