Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κεκλασμένως
κεκμηκότως
κεκολασμένως
κεκορεσμένως
κεκοσμημένως
κέκραγμα
κεκραγμός
κεκράκτης
κεκραμένως
κεκραξιδάμας
κεκρατημένως
κεκριμένως
κεκροτημένως
Κέκροψ
κεκρυμμένως
Κεκρυφάλεια
κεκρυφαλοπλόκος
κεκρύφαλος
κελαδεινός
κελαδεννός
κελαδέω
View word page
κεκρατημένως
in a masterly manner

ShortDef

in a masterly manner

Debugging

Headword:
κεκρατημένως
Headword (normalized):
κεκρατημένως
Headword (normalized/stripped):
κεκρατημενως
IDX:
47675
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47676
Key:

Data

{'content': 'in a masterly manner'}