Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κεκηρυγμένως
κεκλασμένως
κεκμηκότως
κεκολασμένως
κεκορεσμένως
κεκοσμημένως
κέκραγμα
κεκραγμός
κεκράκτης
κεκραμένως
κεκραξιδάμας
κεκρατημένως
κεκριμένως
κεκροτημένως
Κέκροψ
κεκρυμμένως
Κεκρυφάλεια
κεκρυφαλοπλόκος
κεκρύφαλος
κελαδεινός
κελαδεννός
View word page
κεκραξιδάμας
he who conquers all in bawling, the blusterer

ShortDef

he who conquers all in bawling, the blusterer

Debugging

Headword:
κεκραξιδάμας
Headword (normalized):
κεκραξιδάμας
Headword (normalized/stripped):
κεκραξιδαμας
IDX:
47674
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47675
Key:

Data

{'content': 'he who conquers all in bawling, the blusterer'}