Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κεκαφηώς
κεκηρυγμένως
κεκλασμένως
κεκμηκότως
κεκολασμένως
κεκορεσμένως
κεκοσμημένως
κέκραγμα
κεκραγμός
κεκράκτης
κεκραμένως
κεκραξιδάμας
κεκρατημένως
κεκριμένως
κεκροτημένως
Κέκροψ
κεκρυμμένως
Κεκρυφάλεια
κεκρυφαλοπλόκος
κεκρύφαλος
κελαδεινός
View word page
κεκραμένως
in a mixed manner

ShortDef

in a mixed manner

Debugging

Headword:
κεκραμένως
Headword (normalized):
κεκραμένως
Headword (normalized/stripped):
κεκραμενως
IDX:
47673
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47674
Key:

Data

{'content': 'in a mixed manner'}