Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κείω
κείω2
κεκακουργημένως
κεκαφηώς
κεκηρυγμένως
κεκλασμένως
κεκμηκότως
κεκολασμένως
κεκορεσμένως
κεκοσμημένως
κέκραγμα
κεκραγμός
κεκράκτης
κεκραμένως
κεκραξιδάμας
κεκρατημένως
κεκριμένως
κεκροτημένως
Κέκροψ
κεκρυμμένως
Κεκρυφάλεια
View word page
κέκραγμα
a scream, cry
ShortDef
a scream, cry
Debugging
Headword:
κέκραγμα
Headword (normalized):
κέκραγμα
Headword (normalized/stripped):
κεκραγμα
IDX:
47670
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47671
Key:
Data
{'content': 'a scream, cry'}