Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κειριάτης
κειριόω
κείρω
κείω
κείω2
κεκακουργημένως
κεκαφηώς
κεκηρυγμένως
κεκλασμένως
κεκμηκότως
κεκολασμένως
κεκορεσμένως
κεκοσμημένως
κέκραγμα
κεκραγμός
κεκράκτης
κεκραμένως
κεκραξιδάμας
κεκρατημένως
κεκριμένως
κεκροτημένως
View word page
κεκολασμένως
modestly, regularly

ShortDef

modestly, regularly

Debugging

Headword:
κεκολασμένως
Headword (normalized):
κεκολασμένως
Headword (normalized/stripped):
κεκολασμενως
IDX:
47667
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47668
Key:

Data

{'content': 'modestly, regularly'}