Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κειράς
κειρία
κειριάτης
κειριόω
κείρω
κείω
κείω2
κεκακουργημένως
κεκαφηώς
κεκηρυγμένως
κεκλασμένως
κεκμηκότως
κεκολασμένως
κεκορεσμένως
κεκοσμημένως
κέκραγμα
κεκραγμός
κεκράκτης
κεκραμένως
κεκραξιδάμας
κεκρατημένως
View word page
κεκλασμένως
effeminately

ShortDef

effeminately

Debugging

Headword:
κεκλασμένως
Headword (normalized):
κεκλασμένως
Headword (normalized/stripped):
κεκλασμενως
IDX:
47665
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47666
Key:

Data

{'content': 'effeminately'}