Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κειμηλιόω
Κεῖος
κειράς
κειρία
κειριάτης
κειριόω
κείρω
κείω
κείω2
κεκακουργημένως
κεκαφηώς
κεκηρυγμένως
κεκλασμένως
κεκμηκότως
κεκολασμένως
κεκορεσμένως
κεκοσμημένως
κέκραγμα
κεκραγμός
κεκράκτης
κεκραμένως
View word page
κεκαφηώς
breathing forth

ShortDef

breathing forth

Debugging

Headword:
κεκαφηώς
Headword (normalized):
κεκαφηώς
Headword (normalized/stripped):
κεκαφηως
IDX:
47663
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47664
Key:

Data

{'content': 'breathing forth'}